συνηγορία

συνηγορία
συνηγορ-ία, ,
A advocacy of another's cause, Aeschin.3.7 (pl.);

μετὰ -ίας ἐπιρρωννύντες Phld.Ir.p.65

W.;

εἰς τὴν -ίαν τοῦ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν Sor.2.3

, cf. Gal.15.578; right to practise as an advocate, PGiss.40 ii 4(iii A.D.): pl.,

περὶ τῶν συμμάχων Arist.Rh. Al.1425a7

, cf. OGI567.19 (Attalia, ii A.D.), CIG2795 ([place name] Aphrodisias).
2 ἡ συνηγορία τοῦ τι εἶναι the affirmative, A.D.Synt. 235.13.
3

ἀπὸ -ῶν ταμείου

sometime advocatus fisci,

IG3.712a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνηγορία — συνηγορίᾱ , συνηγορία advocacy of fem nom/voc/acc dual συνηγορίᾱ , συνηγορία advocacy of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίᾳ — συνηγορίαι , συνηγορία advocacy of fem nom/voc pl συνηγορίᾱͅ , συνηγορία advocacy of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορία — η 1. υποστήριξη με λόγους: Δε χρειάζεται τη συνηγορία κανενός. 2. υπεράσπιση στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηγορία — η, ΝΑ [συνήγορος] το έργο τού συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο αρχ. 1. (ιδίως) υπεράσπιση τών… …   Dictionary of Greek

  • συνηγορίας — συνηγορίᾱς , συνηγορία advocacy of fem acc pl συνηγορίᾱς , συνηγορία advocacy of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαι — συνηγορία advocacy of fem nom/voc pl συνηγορίᾱͅ , συνηγορία advocacy of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαν — συνηγορίᾱν , συνηγορία advocacy of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγοριῶν — συνηγορία advocacy of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαις — συνηγορία advocacy of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίης — συνηγορία advocacy of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικός — ή, ό / συνηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν ο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”